- ἐφορείας
- ἐφορείᾱς , ἐφορείαoffice of ephorfem acc plἐφορείᾱς , ἐφορείαoffice of ephorfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… … Dictionary of Greek
ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… … Dictionary of Greek
Δεστούνης, Σπυρίδων — (Κεφαλονιά 1782 – Αγία Πετρούπολη 1824). Λόγιος. Διετέλεσε πρόξενος της Ρωσίας στη Σμύρνη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και διορίστηκε πρόεδρος της τοπικής εφορείας. Η βοήθεια που προσέφερε το ρωσικό προξενείο στους Έλληνες στάθηκε αφορμή… … Dictionary of Greek
Καλλαράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Ήταν προύχοντας στην Κορινθία. Διετέλεσε μέλος της Εφορείας Κορίνθου, πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις και μέλος της Επιτροπής των Δικαστηρίων. 2. Ιωσήφ. Ιερομόναχος από το Άργος. Όταν ξέσπασε η… … Dictionary of Greek
Καραμπίνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Σούλι. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές των Γρίβα, Τζαβέλα και άλλων ονομαστών οπλαρχηγών. Διακρίθηκε στις μάχες για την ανάκτηση της Στερεάς Ελλάδας καθώς και στη μάχη… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek